Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

...Εκφράσεις!! Τέταρτο και τελευταίο μέρος!!

    Είδα πολύ ανταπόκριση στο τρίτο μέρος, οπότε θα συνεχίσω και στο τέταρτο!! Χαίρομαι που σας άρεσε τόσο!! Και χωρίς άλλες καθυστερήσεις...μέρος Τέταρτο και τελευταίο!!!!

«Τρώει τα νύχια του για καυγά»

     Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν.
Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι' αυτό, λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν καλύτερα και συνήθως με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».

« Κάνε τουμπεκί» ή «τουμπεκί ψιλοκομμένο»

    «Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε να τον σερβίρουν στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».. Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στον λουλά. Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

«Σπουδαία τα λάχανα»

      Η έκφραση αυτή ξεκίνησε από το εξής περιστατικό, Σε κάποιο χωριό πριν από το 1821 , πέρασε ο απεσταλμένος του Τούρκου δυνάστη για να εισπράξει τον επαχθή φόρο της δεκάτης. Όλοι όμως οι χωρικοί του απήντησαν ότι αδυνατούσαν να πληρώσουν τον φόρο γιατί τα λάχανα τους (λάχανα παρήγαγε το χωριό) έμεναν απούλητα. Τότε ο φορατζής επέδειξε το «έξυπνο πνεύμα» που διέκρινε ανέκαθεν τους Τούρκους. Είπε πως θα έστελνε να παραλάβει τα λάχανα ως πληρωμή των φόρων. Οι χωρικοί δέχτηκαν αναλογιζόμενοι την μικρή αξία του εμπορεύματος. Έτσι έμεινε η φράση που υποδηλώνει κάτι με μικρή αξία , ασήμαντο.





«Του μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά»

     Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
      Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή… ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.

 «Τα έβγαλε όλα στη φόρα»

      Στη βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά… Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα, χωρίς όμως αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο. Επί παραδείγματι, έλεγε: «Αδελφοί του Χριστού! Ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από τον Θεό και τους νόμους. Δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο. Γι’ αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που γνωρίζουν κάτι και δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους θα βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό…».
      Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά (λατ.= forum και εξελληνισμένο= φόρα), για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του. Δηλαδή, «τα έβγαζε στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε.

«Φτου κι απ’ την αρχή»

    Όταν, στα βυζαντινά χρόνια, τελείωναν τα παιδιά την καλλιγραφία τους, έδιναν στο δάσκαλο την πλάκα, για να τη διορθώσει.
Μετά τη διόρθωση ο δάσκαλος ζητούσε από τα παιδιά να την ξαναγράψουν. Επειδή πολλές φορές δεν είχαν σφουγγάρι, έσβηναν την πλάκα με τα δάχτυλα, αφού
προηγουμένως τα έφτυναν. Από τότε επικράτησε η φράση: «Φτου κι απ’ την αρχή».

 «Αυγά σου καθαρίζουν;»

    Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν (για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο) μ' έναν πολύ τρελό και παράξενο τρόπο: Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον «πετροπόλεμο» με ... αυγά μελάτα! Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξέφρενα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες.
      Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δεσποινίδες και αυτοκράτορες καμιά φορά. π. χ. ο «αυγοπόλεμος» ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και τους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η μέρα της γιορτής των αυγών.
     Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως. Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο - τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο έμεινε η ερωτηματική φράση: «αυγά σου καθαρίζουνε;» όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο και αφορμή.

 «Κρατάει το φανάρι»

     Τη φράση αυτή την λέμε για κάποιον , που με τη θέλησή του βοηθάει έναν άλλον , συνήθως φίλο του ή γνωστό του , σε ερωτοδουλειά. Παρουσιάζονται τρεις εκδοχές
     Η πρώτη εκδοχή λέει πως , όταν μια προξενήτρα στις Κυκλάδες πηγαίνει για προξενιό , φοράει κάλτσες διαφορετικές στο χρώμα , μια κόκκινη και μια άσπρη και κρατάει ένα αναμμένο λυχνάρι .
     Η δεύτερη αναφέρεται στα παλιά τα χρόνια , που οι δούλοι συνόδευαν πάντα τη νύχτα τ' αφεντικά τους , πηγαίνοντας μπροστά .
     Κατά την Τρίτη στα Δωδεκάνησα μετά τα "προξενιά " , που κανονιζόντουσαν όλες οι λεπτομέρειες του γάμου , γινόταν το μπάσιμο . Το βράδυ οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού ξεκινούσαν για της νύφης κρατώντας φανάρια , καθώς και ένα μαστραπά με το μέλι.

«Διαόλου κάλτσα »

    Στον μεσαίωνα η μαύρη μαγεία , έπαιζε τον πρώτο ρόλο . Όταν γεννιόνταν ένα παιδί , οι γονείς του καλούσαν μυστικά το μάγο ή τη μάγισσα , για να κάνουν τα ξόρκια τους , ώστε το νεογέννητο να γίνει τυχερό . Αν ήθελαν να γίνει και έξυπνο , ο μάγος έπαιρνε τα πόδια του παιδιού και τα έβαζε σε μια μαύρη κάλτσα , που ήταν δήθεν , καμωμένη από τις τρίχες του σατανά . Ύστερα άρχιζε να λέει διάφορα ξόρκια , που τα διάβαζε μέσα από μια παμπάλαια Σολομωνική . Από αυτό έμεινε και η φράση :"είναι κάλτσα του διαβόλου"




 «Καβάλησε το καλάμι»

     Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα . Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο . .... Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους , καβαλώντας ,σαν σε άλογο, ένα καλάμι . Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν . Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους , για να διαδοθεί σιγά - σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας , με αλλαγμένη την ερμηνεία του ( το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα ).

 «Κάνει την πάπια»

    Στη βυζαντινή εποχή , αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού, ο κλειδοκράτορας, ονομαζόταν Παπίας . Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε τιμητικός τίτλος , που δίνονταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς . Κάποτε (όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β') Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός , άνθρωπος με σκληρά αισθήματα , ύπουλος και ψεύτης . Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα , άρχισε να διαβάλει τους πάντες .. Όταν κάποιος τού παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά .. " Είσαι ο καλύτερός μου φίλος .. Πως μπορούσα να πω κάτι εναντίον σου στον αυτοκράτορα ; " Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο . Γι' αυτό , από τότε , όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο , οι φίλοι του, του έλεγαν ειρωνικά .. " Ποιείς τον Παπία ; " .. Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή .

 «Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας»

     Έκφραση παροιμιακή, που ξεκινάει από πρόληψη και δεισιδαιμονία. Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο «κνησμός», η φαγούρα, δηλαδή, το σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών. Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε σε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε αριστερή του παλάμη, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, τότε θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. «Με τρώει το χέρι μου, θα πάρω λεφτά», συνηθίζουμε να λέμε, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στ' αφτιά και στη μύτη.
     Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον απ αυτούς να ξύνει αφηρημένος τ αφτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω και διέλυσε το συμβούλιο. -Θα έχουμε αποτυχία οπωσδήποτε. Οι θεοί προειδοποίησαν τον Αρίσταρχο Ας αναβάλουμε γι' αργότερα την εκστρατεία... Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονταν φαγούρα στη μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι, όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε η φράση: «η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας».

 «Καρφί δεν του καίγεται»

      Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο. Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο. Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να ’χει σαράντα χιλιάδες κάτοικους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
     Παρ όλ' αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα. Κι ένα απ' όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια. Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.



Αυτά για σήμερα!! Το ολοκλήρωσα το τέταρτο μέρος!! Ελπίζω και αυτό να σας αρέσει όπως τα προηγούμενα τρία!!! Χρόνια Πολλά σε όσους έχετε που γιορτάζουν και καλή εβδομάδα να έχουμε από αύριο!








Πηγές: http://www.istorikathemata.com/2010/02/blog-post_10.html
             http://linaa.pblogs.gr/2008/02/ekfraseis-kai-h-proelefsh-toys.html
             http://www.acharnet.eu/2012/02/blog-post_5589.html
             http://www.melodikos.com/2/ekfraseon2.htm
Όλες οι εικόνες είναι ευρήματα του google!!

5 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο και το τέταρτο μέρος!Πόσο μου αρέσει να μαθαίνω παρόμοιες ιστορίες!Καλή εβδομάδα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΚΑΛΗΜΕΡΑ TAELIA ΜΟΥ!!!!!ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΕΣ ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΟΥ !!!!
    ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!!!!ΦΙΛΙΑ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Φοβερή αναρτηση! Σε διαβάζω στο τρένο και μόλις κατέβηκα 2 στασεις μετά,παραλίγο Πειραιά θα έφτανα:-)

    Φιλάκια πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια :) Θα προσπαθήσω να κάνω μικρότερες τις αναρτήσεις για να μην υπάρχουν προβλήματα! χι! χι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή